Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Tele-Spiel ES 2201 (Philips)



Από το 1972 και για τα επόμενα δύο χρόνια η Mangavox αποτελούσε μοναδική επιλογή στο χώρο της οικιακής ηλεκτρονικής ψυχαγωγίας μέσω του Odyssey και των δύο συνεχειών του, 100 και 200. Το 1975 το μονοπώλιο έσπασαν Atari και Philips αφού κυκλοφόρησαν τις δικές τους κονσόλες. Μέσα στα επόμενα χρόνια δεκάδες άλλες  έκαναν την εμφάνισή τους στα ράφια των καταστημάτων από παλιές και νέες εταιρίες, δημιουργώντας έτσι τη πρώτη γενιά βιντεοκονσολών. Σε αυτό το άρθρο θα μας απασχολήσει η πρόταση της Philips, το Tele-Spiel ES 2201.

Το Tele-Spiel ES 2201* κυκλοφόρησε στα τέλη του 1975 και ήταν η πρώτη κονσόλα ευρωπαϊκής εταιρίας. Δεν είχε παιχίδια στη μνήμη αλλά διέθετε θυρα για cartridges, αλλά περιελάμβανε το Tennis στη συσκευασία του, το οποίο όπως φαντάζεστε ήταν ακόμη μια παραλλαγή του PONG που έκανε θραύση εκείνη την εποχή. Οι υπόλοιποι τίτλοι που κυκλοφόρησαν μεμονομένα για το ES 2201 ήταν τα: Pelota, Skeet Shooting, Racing και Ghostchaser.

Η κονσόλα θεωρείται από τις πιο όμορφες της πρώτης γενιάς. Διέθετε δύο κουμπιά, ένα για τη ρύθμιση του καναλιού στο οποίο επιθυμεί να προβάλει το παιχνίδι ο χρήστης, ενώ το άλλο ρύθμιζε τη δυσκολία. Πάνω στη συσκευή υπήρχαν δύο sliders** για τον υπολογισμό του σκορ κάθε παίκτη αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα απεικόνισης αυτού στην οθόνη. Τα δύο χειριστήρια τα οποία συνδέονται στην κασέτα του παιχνιδιού και όχι στη κονσόλα, διαθέτουν ένα action button και ένα slider για χειρισμό, πράγμα που παρεξένεψε πολλούς αφού οι περιστροφικοί μοχλοί ήταν πιο δημοφιλείς εκείνη την εποχή.


Τεχνικά το ES 2201 είναι  πολύ απλό, με τις κασέτες  του να περιέχουν τα απαραίτητα τρανζίστορς, πυκνωτές και αντιστάσεις και όχι ολοκληρωμένα κυκλώματα. Η κονσόλα αναπαρήγαγε συγκεκριμένα  γραφικά που άλλαζαν σχήματα ανάλογα τη κασέτα που ήταν συνδεδεμένη και για τη τροφοδοσία χρησιμοποιούνταν μια μπαταρία των 9 volt.

*Spiel σημαίνει παιχνίδι στα γερμανικά και η κονσόλα είχε αρκετά διαφορετικά ονόματα ανάλογα τη χώρα κυκλοφορίας. Το Tele-Spiel παραμένει το πιο δημοφιλές.

**Τα score sliders ήταν ιδέα της Magnavox και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Odyssey 100.  

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Color TV Game (Nintendo)



Η Nintendo μετρούσε πάνω από μισό αιώνα ζωής όταν στα μέσα των 60’s άρχισε να ασχολείται με τα ηλεκτρονικά, πράγμα που την οδήγησε στο να γίνει μια από τις πιο σημαντικές εταιρίες της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Σε αυτό το άρθρο θα δούμε το Color TV Game 6, πρώτη οικιακή κονσόλα της Nintendo, και τις εκδόσεις που ακολούθησαν πριν το διαβόητο Nintendo Entertainment System (NES).

Ήδη από το 1966 η Nintendo μπήκε στην Ιαπωνική βιομηχανία παιχνιδιών με προϊόντα όπως τα Ultra Machine, Love Tester και Kousenjuu ένα παιχνίδι με Light Guns. Αν και κάποια από αυτα ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες της εταιρίας, έλειπε αυτό που θα την εδραίωνε στο χώρο. Στις αρχές της δεκαετείας του ’70 άρχισε να επικεντρώνεται σε παιχνίδια που περιελάμβαναν Light Guns όπως το Wild Gunman (βελτιωμένη έκδοση του οποίου πέρασε αργότερα με μεγάλη επιτυχία στο NES) που βρήκε το δρόμο του για τα arcade halls της εποχής. Η Nintendo σύντομα παράτησε την arcade σκηνή αλλά για το καλύτερο.  Το 1974 πήρε τα δικαιώματα για τη διανομή του Odyssey της Magnavox στην Ιαπωνία και λίγο αργότερα κατάφερε να λανσάρει τη δική της κονσόλα.  

Το 1977 κυκλοφόρησε το Color TV Game 6, το οποίο περιείχε έξι διαφορικές εκδόσεις του παιχνιδιού Light Tennis (μια παραλλαγή του Pong)στη μνήμη του, ενώ οι μοχλοί ήταν ενσωματωμένοι στη κονσόλα. Λίγο καιρό αργότερα κυκλοφόρησε και μια λευκή έκδοση με μπαταρίες η οποία θεωρείται σπουδαίο συλλεκτικό κομμάτι, λόγο της περιορισμένης παραγωγής.

Η επόμενη έκδοση της κονσόλας κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα το 1978 με το όνομα Color TV Game 15. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αναβαθμισμένο Game 6, με 15 διαφορετικές εκδόσεις του Light Tennis στη μνήμη του και χειριστήρια με καλώδια. Κυκλοφόρησε σε  δύο χρώματα, ανοιχτό και σκούρο πορτοκαλί. Τα Color TV Game 15 στο ανοιχτό πορτοκαλί θεωρούνται πιο συλλεκτικά αφού δύσκολα τα βρίσκει κανείς σήμερα.


Την ίδια χρονιά η Nintendo κυκλοφόρησε και το Color TV Racing 112 με το ομώνυμο παιχνίδι racing στη μνήμη του. Διέθετε ενσωματωμένο τιμόνι και λεβιέ ταχυτήτων ενώ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και μικρότερα χειριστήρια για υποστήριξη δύο παικτών.


To 1979 κυκλοφόρησε το Color TV Game Block Breaker. Το Βlock Breaker ήταν μια από τις παλιότερες επιτυχίες της Nintendo στον χώρο των arcades και πρόκειται για μία παραλλαγή του Breakout της Atari. Ο μοχλός ήταν ενσωματωμένος στη κονσόλα και το παιχνίδι υποστήριζε μονάχα ένα παίκτη. Το περίβλημα της κονσόλας σχεδιάστηκε από τον Shigeru Miyamoto που αργότερα έγινε διάσημος λόγω των επιτυχιών του, Super Mario Bros και Zelda.


Η τελευταία έκδοση της σειράς ονομάστηκε Computer TV Game και κυκλοφόρησε το 1980. Στη μνήμη του υπήρχε ακόμη ένα παιχνίδι που σημείωσε επιτυχία ως arcade τίτλος παλιότερα, το Computer Othello.


Αν και όλες οι εκδόσεις του Color TV Game κυκλοφόρησαν μόνο στην Ιαπωνία, η σειρά θεωρείται πολύ σημαντική αφού όχι μόνο εδραίωσε τη Nintendo στη βιομηχανία βιντεοπαιχνιδιών αλλά της προσέφερε την εμπειρία και τεχνογνωσία για να προχωρήσει στη δημιουργία μιας εκ των πιο σημαντικών βιντεοκονσολών στην ιστοριά του videogaming, του Nintendo Εntertainment System


Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Keystone Kapers (Activision)




Όταν ο Garry Kitchen άρχισε τη συνεργασία του με την Activision στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε στο μυαλό του τη δημιουργία ενός παιχνιδιού “κλέφτες και αστυνόμοι” σε ένα interface παρόμοιο με αυτό του Crazy Climber. Βασική του επιρροή αποτέλεσε το Keystone Kops, μια βουβή τηλεοπτική σειρά του 1912. Μετά από μια δόση ενθάρρυνσης από τη μεριά του David Crane, ο Kitchen αποφάσισε να κάνει το παιχνίδι sidescroller στα πρότυπα του Pitfall. Το τελικό αποτέλεσμα χάρισε στο δημιουργό αποθέωση από τους κριτικούς της εποχής και καθιέρωσε την αναγνώρισή του στο χώρο του σχεδιασμού βιντεοπαιχνιδιών. Το Keystone Kapers κυκλοφόρησε από την Activision το 1983 για Atari 2600, ενώ αργότερα κυκλοφόρησαν ports για τα Atari 5200, Atari 8bit family, ColecoVision και MSX.

Όλη η δράση εξελίσσεται στους τρεις ορόφους (τέσσερις μαζί με τη ταράτσα) ενός εμπορικού κέντρου, χάρτης του οποίου βρίσκεται στο κάτω μέρος της οθόνης. Ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο του αστυνομικού Keystone Kelly και σκοπός είναι να συλλάβει το ληστή Harry Hooligan πριν αυτός διαφύγει από το κτίριο. Στην αρχή κάθε γύρου ο Kelly ξεκινά από τη δεξιά άκρη του ισογείου με τρεις ζωές και 50 δευτερόλεπτα στη διάθεση του, για να συλλάβει τον Harry o οποίος βρίσκεται ήδη στα μισά του πρώτου ορόφου και κινείται προς την ταράτσα με σκοπό να δραπετεύσει. Όταν ξεκινήσει το κυνηγητό, ο παίκτης εκτός από τον διαθέσιμο χρόνο οφείλει να λάβει υπόψη του και τα διάφορα εμπόδια που πρέπει να αποφύγει. Αν ο παίκτης αγγίξει τις μπάλες, τα καρότσια ή τα jukeboxes μειώνεται ο διαθέσιμος χρόνος του γύρου κατά 9 δευτερόλεπτα. Όμως μια σύγκρουση με τηλεκατευθυνόμενο αεροπλανάκι οδηγεί στην επανάληψη του γύρου χάνοντας ζωή. Ζωή χάνεται επίσης αν ο παίκτης δε καταφέρει να συλλάβει τον Harry, οπότε και πάλι ο γύρος ξεκινά από την αρχή. Υπάρχουν δύο τρόποι για μετάβαση σε άλλο όροφο. Οι σκάλες που βρίσκονται στη δεξιά και αριστερή άκρη κάθε ορόφου, και το ασανσέρ που βρίσκεται στο κέντρο του εμπορικού. Αν ο παίκτης πάρει το ασανσέρ και μετακινηθεί σε σημείο πριν τον Harry με σκοπό να τον παγιδεύσει, τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη αφού ο έξυπνος ληστής θα αρχίσει να κινείται αντίστροφα. Όταν ο παίκτης πιάσει τον ληστή θα κερδίσει πόντους ανάλογα το χρόνο που του απέμεινε και θα αρχίσει ο επόμενος γύρος, στον οποίο ο διαθέσιμος χρόνος μπορεί να είναι λιγότερος και τα εμπόδια περισσότερα και ταχύτερα. Ως bonus ο αστυνομικός Kelly μπορεί να μαζέψει χαρτοφύλακες ή σάκους με χρήματα που βρίσκονται διάσπαρτοι στους ορόφους του εμπορικού κέντρου. Ειρωνικό ε; Σε κάθε 10.000 πόντους το παιχνίδι αμείβει τον παίκτη με μία έξτρα ζωή, αλλά το μέγιστο όριο ζωών που μπορεί να έχει είναι τρεις. 

O Garry Kitchen ήθελε να φαίνεται το αυτοκίνητο τού Kelly παρκαρισμένο έξω από το εμπορικό, όμως η ιδέα απορρίφθηκε λόγω τού ότι δεν υπήρχε διαθέσιμος χώρος στη μνήμη ROM. Το Keystone Kapers πούλησε πάνω από 750.000 κομμάτια παγκοσμίως και αποτέλεσε σημαντική επιρροή για τα 2D sidescrollers που ακολούθησαν.


Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Auto Race (Mattel Electronics)




1976. Βρισκόμαστε ακόμη στη πρώτη γενιά βιντεοκονσολών. Το συγκεκριμένο έτος οι νεόκοποι gamers είχαν την ευκαιρία να απλώσουν τα χέρια τους πάνω σε μερικές ενδιαφέρουσες κονσόλες όπως Odyssey 300, Telstar και Super PONG .  Όμως μιλάμε και για τo έτος γέννησης του φορητού gaming μέσω της κυκλοφορίας του Auto Race, της πρώτης φορητής κονσόλας στην ιστορία του videogaming. Συχνά αναφέρεται και ως το “ξεχασμένο παιδί” της Mattel, αφού ένα χρόνο μετά ακολούθησε το “Mattel Football”, το οποίο λανθασμένα θεωρείται από πολλούς το πρώτο handheld, κλέβοντας έτσι αρκετή από τη δόξα του προκατόχου του.  Στην ουσία οι περισσότεροι gamers έχουν παίξει (ή έχουν δει έστω) το Auto Race σε κάποια από τις δεκάδες παραλλαγές του. Είμαι σίγουρος πως ακόμη και σήμερα, στους ανάλογους “πανηγυρικούς” πάγκους μπορεί να βρει κανείς κάποιο κινέζικο κλώνο του .

Ηandheld εκείνα τα χρόνια σήμαινε “κάθε φορητή κονσόλα και ένας τίτλος”. Αυτό τουλάχιστον μέχρι τη κυκλοφορία του Microvision  στο οποίο οι παίκτες για πρώτη φορά μπορούσαν να παίξουν διαφορετικά παιχνίδια στην ίδια φορητή κονσόλα χρησιμοποιώντας cartridges. Το Αuto Race λοιπόν περιείχε μονάχα το ομώνυμο παιχνίδι στη μεγέθους 512 bytes μνήμη του. Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του πρόκειται για racing, σκοπός του οποίου είναι να καταφέρει ο παίκτης να ολοκληρώσει τα τέσσερα laps του αγώνα, χωρίς να συγκρουστεί με κάποιο από τα υπόλοιπα αυτοκίνητα και μέσα στο χρονικό όριο των 99 δευτερολέπτων. 

Ο χειρισμός είναι ιδιαίτερα απλός και μπορεί να εξηγηθεί μέσα από την περιγραφή της συσκευής.  Στο δεξί μέρος της κονσόλας, κάτω από τη μακρόστενη οθόνη  υπάρχει το “τιμόνι”. Στην ουσία πρόκειται για ένα μοχλό που κινείται μονάχα δεξιά ή αριστερά και επιτρέπει στον παίκτη να επιλέξει σε ποια από τις τρεις λωρίδες κυκλοφορίας επιθυμεί να οδηγήσει. Περίπου στο κέντρο της κονσόλας ακριβώς πάνω από τον διακόπτη START/RESET, υπάρχει το κιβώτιο ταχυτήτων δηλαδή ένας διακόπτης τεσσάρων θέσεων. Ανάλογα τη θέση του διακόπτη τόσο πιο αργά ή γρήγορα προσπερνά ο παίκτης τα υπόλοιπα αυτοκίνητα και φτάνει στην κορυφή της οθόνης οπού εκεί ολοκληρώνεται και το lap. Τέλος, μέσα από το ηχείο που βρίσκεται στο αριστερό μέρος , αναπαράγεται μια βαβούρα που θυμίζει σε κάποιο βαθμό κινητήρα αυτοκινήτου.  

Μπορεί σήμερα το Auto Race ως παιχνίδι να μοιάζει με ένα ωραίο τίποτα, όμως στη μορφή που κυκλοφόρησε  κάποτε, σήμαινε μια σημαντική επανάσταση στον χώρο του gaming και αγαπήθηκε από πολλούς. Η κονσόλα έχει συλλεκτική αξία αλλά σπάνια θα το βρει κανείς σήμερα σε άριστη λειτουργική κατάσταση.     


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Odyssey (Magnavox)



Ένα σύνηθες ερώτημα που τριγυρνά στο μυαλό των gamers παγκοσμίως σε κάποια φάση της ζωής τους είναι το πότε πού και με ποιό τρόπο γεννήθηκε το videogaming. Τα πρώτα βιντεοπαιχνίδια άρχισαν να αναπτύσονται ήδη από το 1947 αν και ο όρος “videogame” ήρθε πολύ αργότερα. Μιλάμε βέβαια για αποτελέσματα ερευνών τεχνολογίας και όχι προιόντα με στόχο το καταναλωτικό κοινό αφού έτσι και αλλιώς η αναπαραγωγή τους απαιτούσε τη χρήση υπερ-υπολογιστών, που εκείνη την εποχή αποτελούσαν πολυτέλεια των μεγάλων πανεπιστημίων του κόσμου. Για μία περίοδο είκοσι ετών περίπου αναπτύσσονταν οι πατέντες που οδήγησαν αργά και σταθερά στη κυκλοφορία του Odyssey και γενικά σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως “ηλεκτρονική ψυχαγωγία”. Τελειώνοντας αυτή τη μικρή εισαγωγή, θα ήθελα να αναφέρω το ενδιαφέρον μου για τη σύνταξη ενός αναλυτικού κειμένου με θέμα τη γέννηση των πρώτων βιντεοπαιχνιδιών στα μέσα του 20ου αιώνα, αλλά προς το παρόν ας μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μας η πρώτη οικιακή βιντεοκονσόλα στην ιστορία του videogaming.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Ralph Baer ξεκίνησε να μελετά για λογαριασμό της Sanders Associates τη δημιουργία μιας συσκευής η οποία σε χρήση με την τηλεόραση θα είχε τη δυνατότητα να αναπαράγει κινούμενα σημεία στην οθόνη , επιτρέποντας παράλληλα την αλληλεπίδραση του χρήστη. Το 1968 ολοκλήρωσε το πρωτότυπο της συσκευής που ονόμασε “Brown Box*” ενώ το 1971 η Magnavox απέκτησε τα δικαιώματα για μαζική παραγωγή. H τελική μορφή της κονσόλας πήρε το όνομα Odyssey και η επίσημη παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στις 24 Μαίου του 1972 ενώ κυκλοφόρησε στα ράφια των καταστημάτων τον Αύγουστο του ίδιου έτους.

Το Odyssey δε περιείχε τσιπ. Αναπαρήγαγε μερικά κινούμενα σημεία και μία λωρίδα στην οθόνη αξιοποιώντας τα 40 τραντζίστορ και τις 40 διόδους της πλακέτας του. Τα παιχνίδια κυκλοφόρησαν σε μορφή κάρτας τυπωμένου κυκλώματος και δεν υπήρχε η δυνατότητα αναπαραγωγής ήχου ή απεικόνισης χρωμάτων. Η κονσόλα λειτουργούσε με μπαταρίες.

Αν και το 1973 ο Baer πρότεινε στην Magnavox τη κυκλοφορία ενός add on που θα προσέθετε ήχο στη κονσόλα, η ιδέα του απορρίφθηκε από την εταιρία όπως και μερικές ακόμη. Ανάμεσά τους η ιδέα για τη δημιουργία “active cartridges” που θα προσέφεραν επιπλέον χαρακτηριστικά στα παιχνίδια όπως μεταβλητές ταχύτητες των κινούμενων σημείων, και ένα περιφεριακό που θύμιζε μικροσκοπικό γκόλφ, το putting game**.


Αυτά που έγιναν διαθέσιμα στο κοινό ήταν μια σειρά από φίλτρα για τοποθέτηση πάνω στο γυαλί της τηλεόρασης που απεικόνιζαν το κατάλληλο φόντο ανάλογα το παιχνίδι πχ. ένα γήπεδο του τέννις ή μια ρουλέτα. Μαζί με διάφορα άλλα αξεσουάρ του Odyssey όπως ζάρια και τράπουλες, κυκλοφόρησε και το πρώτο light gun. Λόγο του ότι ανίχνευε το φως της οθόνης, ένα αναμμένο φωτιστικό κοντά στην τηλεόραση θα μπορούσε να αποτελέσει την τέλεια αφορμή για μια δόση “πρώιμου cheating”.

Συνολικά κυκλοφόρησαν 28 τίτλοι για το Odyssey, ανάμεσα τους τα Haunted House, Shooting Gallery, Roulette και Tennis, το ίδιο παιχνίδι που λίγα χρόνια αργότερα έγινε πασίγνωστο ως Pong και προκάλεσε έντονες δικαστικές διαμάχες μεταξύ των Magnavox και Atari σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα του τίτλου. Κάπου εδώ οφείλει να σημειωθεί πως ένα μπλοκάκι με στιλό και κάποιος μάρτυρας ήταν απαραίτητα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, αφού η κονσόλα δεν είχε τη δυνατότητα υπολογισμού των σκορ.

Οι πωλήσεις ήταν ικανοποιητικές και αν αναλογιστεί κανείς το τεράστιο πλήγμα που προκάλεσε η Magnavox στον εαυτό της μέσα από το φτωχό marketing του Odyssey, σίγουρα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερες. Οπως αναφέρεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός καταναλωτών αδιαφόρησε παντελώς για τη κονσόλα αφού αφέθηκε με την εντύπωση πως το Odyssey είναι συμβατό μονάχα με τηλεοράσεις της ίδιας εταιρίας. 

Έν έτη 1972, το Odyssey της Μagnavox ήταν η κονσόλα που όρισε το videogaming ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην οικιακή ψυχαγωγία και θέτοντας γερές βάσεις για αυτό που θα ακολουθούσε. Παράλληλα χάρισε στον Ralph Baer τον τίτλο του  “Πατέρα των Βιντεοπαιχνιδιών”.

*Το Brown Box τώρα βρίσκεται στο Έθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας της Ουάσινγκτον.

**Ρέπλικες των active cartridges και του putting game βρίσκονται στο Αμερικάνικο Μουσείο Κινούμενης Εικόνας της Νέα Υόρκης. 



Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Videogame Facts


Ακολουθούν μερικά γεγονότα σχετικά με τα videogames που ίσως αγνοούσατε μέχρι σήμερα...
 
Mario, ήταν το όνομα του Ιταλού σπιτονοικοκύρη του Shigeru Miyamoto, δημιουργού της σειράς Super Mario Bros.

To Sega Net ήταν η πρώτη διαδικτυακή υπηρεσία που παρουσιάστηκε στις κονσόλες μέσω του Dreamcast.

Η λέξη “atari” προέρχεται από το αρχαίο ιαπωνικό παιχνίδι Go, και είχε σημασία αντίστοιχη με αυτή του “check” που χρησιμοποιούμε στο σκάκι όταν οφείλουμε να προειδοποιήσουμε τον αντίπαλο πως ο βασιλιάς του απειλείται.

To Playstation αρχικά προοριζόταν ως add-on για το SNES, και ήταν η απάντηση που ήθελε να δώσει η Nintendo σε συνεργασία με τη Sony στο SEGA CD του Mega Drive. Όταν παρουσιάστηκαν τα πρώτα προβλήματα αδειοδότησης, η Sony διέκοψε τη συνεργασία και τα υπόλοιπα είναι γνωστά σε όλους!


Οι επιθανάτιοι ρόγχοι των εχθρών στο Golden Axe προέρχονται από κραυγές που δανείστηκαν οι παραγωγοί μέσα από τις ταινίες Rambo και Conan the Barbarian.

Το Final Fantasy VII ξεκίνησε να σχεδιάζεται ως αποκλειστικότητα του Nintendo 64. Τελικά η Square αναθεώρησε και αποφάσισε να πάει τη σειρά ένα βήμα παραπέρα εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες του Playstation. Το Final Fantasy VII στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα θα απαιτούσε 13 ολόκληρες κασέτες του Nintendo 64.

To πρώτο παιχνίδι που περιείχε εναλλακτικό τέλος ανάλογα με τις επιλογές του παίκτη κατά τη διάρκεια του gameplay ήταν το Castlevania 2: Simon’s Quest για το NES.

To παγκόσμιο ρεκόρ button mashing ανήκει στον Ιάπωνα gamer Toshuyuki Takahashi και είναι 16 φορές το δευτερόλεπτο. Μη προσπαθήσετε να το σπάσετε γιατί έχει αποδειχθεί πως είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να χτυπήσει ένα κουμπί περισσότερες από 16 φορές το δευτερόλεπτο.

SG-1000 (Sega)



To SG-1000 είναι η πρώτη κονσόλα που κυκλοφόρησε η Sega το 1983 σε Ιαπωνία και Ν. Ζηλανδία. Αργότερα κατάφερε να φτάσει στην αγορά και άλλων χωρών όπως της Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Ν. Αφρικής, ενώ κατέχει σημαντική θέση στη καρδιά των gamers της Ταϊβάν, αφού ήταν μία από τις πρώτες κονσόλες που εισήγαγε ποτέ η χώρα. Στάθηκε στην αγορά μέχρι το 1985 χωρίς να γίνει ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής στο ευρύ κοινό. Παρόλα αυτά μαζί με τις εκδόσεις που ακολούθησαν αποτέλεσε μια καλή βάση για την δημιουργία του διαβόητου Master System. Τα χαρακτηριστικά της την καθιστούν κονσόλα δεύτερης γενιάς και αναλυτικά είναι τα εξής:
    Επεργαστής: NEC 780C 3.5 MHz
    Mνήμη: 2kb RAM, 16kb VRAM
    Ανάλυση: 256x192
    Χρώματα: 16
    Ήχος: Texas Instruments SN76489
Το χειριστήριο του SG-1000 είναι ιδιαίτερα λιτό. Στα πρότυπα του χειριστηρίου του Gemini της Coleco, διαθέτει έναν αναλογικό μοχλό και δύο κουμπιά, ένα στη κάθε πλευρά του.


Αν και δε κατάφερε να φτάσει στην αμερικανική αγορά, ο κόσμος εκεί κατάφερε να πάρει μια γεύση του SG-1000 μέσα από το Personal Arcade, μια κονσόλα της Telegames που μπορούσε να αναπαράγει τα παιχνίδια του (αλλά και τους τίτλους του Colecovision) που είναι 31 στο σύνολο. Ανάμεσα τους τα Pitfall, Sega Ninja, Wonder Boy, Lode Runner, Flicky, Monaco GP και Galaga. 


To 1984 κυκλοφόρησε μια νέα έκδοση της κονσόλας με όνομα SG-1000 II. Δεν έγινε κάποια βελτίωση στο hardware παρά μόνο στο σχεδιασμό της κονσόλας και του χειριστηρίου. Λίγο αργότερα ανακοινώθηκε το Sega Mark III το οποίο δέχθηκε αλλαγές στο σχεδιασμό και τελικά κυκλοφόρησε ως Sega Master System.


Αξίζει να σημειωθεί πως παράλληλα με το SG-1000 η Sega κυκλοφόρησε το SC-3000, έναν οικιακό υπολογιστή για σύνδεση με την τηλεόραση στον οποίο ο χρήστης μπορούσε να αναπαράγει τα παιχνίδια του SG-1000 αλλά και να γράψει τα δικά του, όπως και προγράμματα σε BASIC. Ακολούθησε το SC-3000H μια αναβαθμισμένη έκδοση με νέο πληκτρολόγιο και περισσότερη RAM, καθώς και το add-on SF-7000 το οποίο προσέθετε 64kb RAM, 8kb ROM, floppy disk, σειριακή θύρα RS232 και παράλληλη θύρα Centronics στο SC-3000.